-
1 ἐπίπνοια
ἐπίπνοια, ἡ,A breathing upon, inspiration,ἐ. πρᾳότητος Pl.Ti. 71c
;ἐξ ἐπιπνοίας Διός A.Supp.17
(anap.), cf. 43 (lyr.); θείαις ἐ. ib. 577 (lyr.); , cf. Cra. 399a; μαντικὴν .. ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες κτλ. Id.Phdr. 265b; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίουἐνθουσιάζειν Arist.EE 1214a24
;ἐ. πρὸς τὸ καλὸν κατασχεθῆναι Plu. Agis7
.II. pl., winds blowing opposite ways, Thphr.Vent.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπνοια
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский